ασβεστούχος

ασβεστούχος
ος ον известковый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ασβεστούχος" в других словарях:

  • ασβεστούχος — ο αυτός που περιέχει άσβεστο («ασβεστούχον ύδωρ» το ασβεστόνερο) …   Dictionary of Greek

  • λες ή ασβεστούχος πηλός — (γερμ. löss). Ιζηματογενές πέτρωμα, συνήθως υποκίτρινου χρώματος, το οποίο αποτελείται από πολύ λεπτό υλικό (μεγέθη κόκκων από 1/16 έως 1/32 χιλιοστά) και περιέχει ανθρακικό ασβέστιο σε αναλογία έως 40%. Τα υλικά του είναι χαλαρά συνδεδεμένα… …   Dictionary of Greek

  • πηλός — ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. παλός, Α 1. μίγμα αργιλικών, κατά βάση, χωμάτων,ζυμωμένο με νερό μέχρι να γίνει πυκνόρρευστος πολτός, που χρησιμοποιείται για την κατασκευή πήλινων αγγείων, τούβλων, κεραμιδιών κ.ά. αντικειμένων 2. η λάσπη που σχηματίζεται από …   Dictionary of Greek

  • άσβεστος — Χημική ουσία που είναι γνωστή στο εμπόριο ως σβησμένος ασβέστης και χρησιμοποιείται στην τοιχοποιία ως συνδετικό υλικό. Διακρίνεται στον αεροπαγή ά., που μπορεί να γίνεται συμπαγής και να σταθεροποιηθεί το κονίαμα με την επίδραση του αέρα, και… …   Dictionary of Greek

  • λαις — Είδος πετρώματος. Βλ. λ. λες. * * * και λες, το γεωλ. ανοιχτοκίτρινο ιζηματογενές πέτρωμα, τού οποίου οι κόκκοι είναι ισομεγέθεις με τους κόκκους τής ιλύος και είναι χαλαρά συγκολλημένοι με ανθρακικό ασβέστιο, αλλ. άσβεστούχος πηλός. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • λες — και λαις, το γεωλ. ασβεστούχος πηλός. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γερμ. loss, παρλλ. τ. τού losch < γερμ. διαλεκτ. τ. losch «χαλαρός»] …   Dictionary of Greek

  • πετρώματα — Στον όρο αυτό περιλαμβάνονται όλες οι ορυκτολογικές συγκεντρώσεις, που αποτελούν βασικά τμήματα της λιθόσφαιρας (γήινος φλοιός)· τα π. έχουν σχηματιστεί γενικά από τη συνένωση δύο ή περισσότερων διαφορετικών ορυκτών· υπάρχουν βέβαια και… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»